χταπόδι

χταπόδι
(octopus vulgaris). Κεφαλόποδο της οικογένειας των οκταποδιδών, της τάξης των οκταπόδων. Αυτό και διάφορα άλλα κεφαλόποδα μαλάκια λέγονται μερικές φορές πολύποδες, όρος που χρησιμοποιείται ορθότερα για να δείξει μια από τις δυο μορφές που παίρνουν τα Κοιλεντερωτά. Το χ., διαδόθηκε στα παράκτια νερά της Μεσογείου και του Ατλαντικού, έχει συνολικό μήκος γενικά 0,50-1 μ. και βάρος περίπου 3-7 κιλών· το στόμα περιβάλλεται από 8 ισχυρούςπλοκάμους, εφοδιασμένους με δύο σειρές μυζητήρες. Τρέφεται κυρίως με καρκινοειδή, που τα παραλύει με το δηλητηριώδες έκκριμα των σιαλογόνων αδένων και σπάζει το περίβλημά τους με τις ισχυρές κεράτινες γνάθους του, που αποτελούν ένα είδος ράμφους· το όστρακό του είναι περιορισμένο σε δύο χόνδρινα δοράτια που περικλείονται στον μανδύα. Το κεφαλόποδο αυτό, που αναπαράγεται με αβγά τα οποία εναποθέτει κατά πυκνούς βότρεις γύρω από ένα στήριγμα, ζει συνήθως στις ανωμαλίες των πετρωδών βυθών· κινείται έρποντας και αναρριχάται με τους πλοκάμους ή, σπανιότερα, με αντίδραση, χύνοντας νερό διαμέσου του κοιλιακού αγωγού. Το χ. αλιεύεται εντατικά γιατί η σάρκα των νεαρών ατόμων είναι μαλακή και εύγευστη: η αλιεία γίνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος με καμάκια, αγκίστρια ή κιούρτους. Ένα άλλο χ., που απαντάται και αυτό στη Μεσόγειο, είναι ο οκτάπους ο μακρόπους (octapus macropus), οι λεπτοί πλόκαμοι του οποίου μπορούν να έχουν πενταπλάσιο μήκος από το μήκος του σώματος· στο ίδιο γένος ανήκει και ο μεγάλος οκτάπους ο στικτός (octopus punctatus). Το χταπόδι (octapus vulgaris) ζει στα παράκτια νερά της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού. Στην Ελλάδα, όπου υπάρχουν άφθονα χταπόδια, εκτιμούν ιδιαίτερα τη νόστιμη σάρκα του. Εδώ, λεπτομέρεια των πλοκάμων του με τους μυζητήρες. Χταπόδι (octopus vulgaris). Το βάρος του μπορεί να φτάσει τα 7 κιλά (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
και οχταπόδι, το Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τής τάξης κεφαλόποδων μαλακίων οκτώποδα, καθώς και τού γένους οκτώπους
2. φρ. «θα σέ χτυπήσω [ή θα σέ κοπανίσω] σαν χταπόδι»
i) θα σέ δείρω πολύ άσχημα
ii) μτφ. θα σού επιτεθώ πολύ σκληρά, θα σού κάνω έντονη πολεμική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -κταπόδι-ον, υποκορ. τού ὀκτάπους, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω) και σίγηση τού αρκτικού άτονου φωνήεντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • (ο)χταπόδι — το θαλασσινό μαλάκιο με οχτώ πλοκάμια. χταπόδι το 1. μαλάκιο που ανήκει στην τάξη Oχτάποδα. 2. φρ., «Θα τον κοπανίσω σαν χταπόδι», θα τον δείρω άγρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • Octopus — This article is about the order of cephalopod. For other uses, see Octopus (disambiguation). Octopus …   Wikipedia

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… …   Dictionary of Greek

  • πλόκαμοι — Εύκαμπτες και μερικές φορές συσταλτές αποφύσεις, με τις οποίες είναι εφοδιασμένα πολλά ασπόνδυλα, γενικά υδρόβια. Σχήμα, διαστάσεις και δομή των π. διαφέρουν πολλές φορές σημαντικά, ανάλογα με τα είδη που είναι εφοδιασμένα με αυτά και, όπως θα… …   Dictionary of Greek

  • Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer …   Deutsch Wikipedia

  • ακαμάκωτος — η, ο [καμακώνω] αυτός που δεν χτυπήθηκε με το καμάκι «ακαμάκωτο χταπόδι» …   Dictionary of Greek

  • απρόθετος — η, ο 1. γραμμ. ο χωρίς πρόθεση ή πρόθεμα 2. φρ. α) «απρόθετα ρήματα» αυτά που δεν είναι σύνθετα με πρόθεση (π.χ. δέχομαι έναντι των αποδέχομαι, εκδέχομαι, παραδέχομαι) β) «απρόθετα ουσιαστικά» αυτά που δεν έχουν πρόθεμα (π.χ. χταπόδι, βδέλλα αντί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”